Δεν υπάρχει μνημείο πολιτισμού που δεν αποτελεί συγχρόνως
και μνημείο βαρβαρότητας.
Walter Benjamin (1892-1940)
Γερμανός Φιλόσοφος
Εισαγωγή:
Η εργασία που ακολουθεί προήλθε μετά από παρακίνηση συνδημοτών και φίλων, προκειμένου να γραφτεί ένα κείμενο για την Πούντα που να αποδεικνύει την ιστορικότητα της στο βάθος των αιώνων. Η παρότρυνση αυτή με οδήγησε τελικά να συμπεριλάβω την ιστορική και γεωγραφική ενότητα του δήμου μας από τη αρχαιότητα μέχρι και τους ύστερους βυζαντινούς αιώνες. Είναι άραγε τυχαία συγκυρία το γεγονός ότι οι ιστορικές κοινότητες της περιοχής μας ταυτίζονται, σχεδόν, γεωγραφικά με τα όρια του σύγχρονου δήμου Μαρκοπούλου; Σίγουρα όχι! Είτε μιλάμε για τις προϊστορικές κοινότητες, για τους δήμους της κλασικής Αθήνας ή της ύστερη αρχαιότητας, είτε για τα μεσαιωνικά χωριά και κωμοπόλεις, οι διαδρομές που ενώνουν τους ανθρώπους με το παρελθόν και το παρόν τους παραμένουν αναλλοίωτοι. Οι αρχαιότερες κοινωνίες δε,– εσκεμμένα ή μη – διατήρησαν τα σημάδια της πορείας των προγόνων τους ·γι αυτό, άλλωστε, μπορούμε ακόμη και σήμερα να τις εντοπίζουμε. Αντιθέτως, οι σύγχρονες ελληνικές κοινότητες, αν και επαίρονται για το ιστορικό βάθος και τη συνέχεια τους, εντούτοις όποτε έχουν κληθεί να το προστατεύσουν εμπράκτως, είτε αδιαφορούν είτε προσπαθούν να το «κατεδαφίσουν» ως εμπόδιο για την οικονομική ανάπτυξη τους.
Στη περιήγηση αυτή, καταρχήν θεωρήθηκε απαραίτητο να οριστεί γεωγραφικά ο χώρος της Μεσογαίας πριν προχωρήσουμε στη περιγραφή του πολιτισμικού περιβάλλοντος και στη σκιαγράφηση του «ανθρώπου» που μετείχε σ’ αυτό. Άλλωστε, το φυσικό περιβάλλον λειτουργεί καταλυτικά στην επιλογή του χώρου που θα οργανωθούν οι ανθρώπινες κοινότητες αλλά και τα δίκτυα τους: οδικές αρτηρίες, λιμενικές εγκαταστάσεις, ύδρευση (πηγάδια) κ.α. Στη συνέχεια ακολουθεί η «περιήγηση» στο πολιτισμικό παρελθόν της γωνιάς της Μεσογαίας που καταλαμβάνει ο Δήμος Μαρκοπούλου: από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι και τους υστεροβυζαντινούς αιώνες, με σκοπό την οριοθέτηση ενός νοητού αρχαιολογικού χώρου εντός του οποίου μπορεί κανείς να ψηλαφίσει σε ερειπιώνες, υφιστάμενα μνημεία, ιστορικούς τόπους αλλά και στις συλλογές κινητών ευρημάτων τη πορεία των ανθρώπων που η προφορική μαρτυρία δεν διασώζει πλέον την μνήμη τους.
Γεωγραφία: φυσικά όρια της Μεσογαίας
Το κομμάτι της Αττικής γης που ονομάζεται «Μεσογαία» ή «Μεσόγεια» ορίζεται δυτικά από τον Υμηττό, βόρεια από την Πεντέλη, νότια από τη λοφοσειρά της Λαυρεωτρικής και ανατολικά από μια σειρά λόφων: Βελανιδέζα, Αγ. Γιάννη, Περατή. Η καρδιά, όμως, των Μεσογείων ορίζεται από τις κοινότητες: βόρεια το Λιοπέσι και τα Σπάτα και νότια το Κορωπί με το Μαρκόπουλο. Μέσα σε αυτό το χώρο, η σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον του, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, εξακολουθούσε, σε γενικές γραμμές, να είναι η ίδια με εκείνη των αρχαίων χρόνων. Αυτό αποδεικνύεται από την επιμονή του ανθρώπου να δημιουργεί τις κοινότητες του στα ίδια μέρη με εκείνα που κατοικήθηκαν από τους κατοίκους μια άλλης εποχής. Δηλαδή οι δικές μας κοινότητες εντοπίζονται ακριβώς στα χνάρια αρχαίων κοινοτήτων – Παιανίας, Ερχίας, Σφηττού, Αγνούντος, Στειρίων, Πρασιών - τα ονόματα των οποίων, σε μεγάλο βαθμό, διατηρούνται είτε ως τοπωνύμια που διασώζει σε πολλές περιπτώσεις η λαϊκή παράδοση είτε ως μέρος του εθνικού αφηγήματος ενός λαού το οποίο θέλει να ταυτιστεί με τους προγόνους του (Σταϊνχάουερ 2001α, 17).
Επίσης, ένα άλλο σημαντικό στοιχείο για την επιλογή των θέσεων κατοίκησης είναι οι φυσικοί δίοδοι, δηλαδή η δυνατότητα πρόσβασης πριν επέλθει η ανθρώπινη παρέμβαση για τη βελτίωση και επέκταση ενός πιο σύνθετου οδικού δικτύου. Ειδικότερα για τη περίπτωση της Μεσογαίας, μεταξύ Πεντέλης και Υμηττού, η πιο σημαντική δίοδος από το λεκανοπέδιο της Αττικής είναι οι βόρειες υπώρειες του Υμηττού το γνωστό σήμερα ως Σταυρός Αγίας Παρασκευής. Η δεύτερη πρόσβαση εξυπηρετεί την επικοινωνία με τη δυτική Αττική και τον Πειραιά και βρίσκεται ανάμεσα στα νότια πρόβουνα του Υμηττού και το όρος Πανί, χονδρικά η σημερινή Βάρης – Κορωπίου κι ειδικότερα διασχίζοντας τα σημερινά Λαμπρικά όπου ταυτίζεται με τις αρχαίες Λαμπτραί, και νοτιότερα με τον δήμο Αναγυρούντος, δηλαδή το σημερινό δήμο Βάρης – Βάρκιζας – Βουλιαγμένης. Επίσης, η αποστράγγιση των υδάτων γίνεται μέσα από δύο περάσματα προς τη θάλασσα του Ευβοϊκού, βόρεια το «Μεγάλο Ρέμα» που μαζεύει τα νερά από την Πεντέλη και από το βόρειο τμήμα της πεδιάδας, τα οποία οδηγεί προς τη Ραφήνα, ενώ στο νότο ο Ερασίνος που αποστραγγίζει το κεντρικό τμήμα της πεδιάδας και τα οδηγεί προς την εκβολή της Βραυρώνας (Σταϊνχάουερ 2001α, 17).
Η πρώιμη και μέση εποχή του χαλκού (περ.3000-1600)(εικ.1-2)
Η έναρξη της Πρώιμης Χαλκοκρατίας(περ. 3000-2800π.Χ.)θα σημαδευτεί από μια έντονη σχέση με τα κυκλαδονήσια, γεγονός που θα ερμηνευτεί από την επιστημονική κοινότητα, ως μαρτυρία για αποικισμό Κυκλαδιτών στην Αττική. Αληθές ή όχι, όμως, η επόμενη περίοδος (2800-2300π.Χ.) γνωστή και ως Πρωτοελλαδική ΙΙ, θα ταυτιστεί με την ακμή ενός εξωστρεφούς πολιτισμού στο αιγιακό χώρο. Η εξωστρέφεια αυτή ταυτίζεται με την έναρξη έντονων ανταλλαγών μεταξύ οργανωμένων κοινοτήτων. Η ανάπτυξη δε, οφείλεται στην παγίωση κατακτήσεων που έχουν να κάνουν με την οργάνωση της αγροτικής παραγωγής, τη συστηματοποίηση της βιοτεχνίας, αλλά και την οργάνωση της οικονομίας σε οικογενειακό και κοινοτικό επίπεδο. Τη περίοδο αυτή έχουν εντοπιστεί, μέχρι στιγμής, περί τους 20 οικισμούς οι οποίοι κτίζονται κατά μήκος της ανατολικής ακτής (Ραφήνα, Ασκηταριό, Βραυρώνα, Πούντα στο Πόρτο Ράφτη) σε λόφους (Πύργος Βραυρώνας, Μερέντα, Λάμπτρες) αλλά και σε πεδινές περιοχές (Κορωπί, Παλλήνη, Μαρκόπουλο). Η ανασκαφική έρευνα απέδειξε ότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους οικισμούς ήταν νέοι και μόνο σε ελάχιστους φαίνεται ότι συνεχίζεται η κατοίκηση από παλαιότερες περιόδους, ενώ αποτελεί βάσιμη θεωρία ότι αποτελούν και τους πυρήνες των δήμων της κλασικής περιοδού (Κακαβογιάννη 2001α,35).
Η περίοδος της πρώιμης Χαλκοκρατίας είναι ιδιαιτέρως σημαντική γιατί για πρώτη φορά τίθενται σε τόσο μεγάλη έκταση οι βάσεις της μόνιμης οργανωμένης σε κοινότητες κατοίκησης του ανθρώπου. Πιο συγκεκριμένα οι οικισμοί είναι οργανωμένοι με υποτυπώδες «πολεοδομικό σχέδιο» όπου τα σπίτια κατανέμονται σε πυκνή διάταξη εκατέρωθεν σε ανοικτούς χώρους (πλατείες) και διασταυρωμένες οδούς που χωρίζουν τον οικισμό σε «οικοδομικά τετράγωνα». Περιβάλλονται – όχι σπάνια – από «τείχος» ή τάφρο τα οποία είναι κατασκευασμένα περισσότερο ως προληπτικά μέτρα αντιστήριξης και λιγότερο για αμυντικούς λόγους. Οι οικίες προοικονομούν το μέγαρο της μυκηναϊκής περιόδου, χωρισμένο σε τρία μέρη: αίθουσα, πρόδομο και δόμο. Είναι κατασκευασμένα από λίθινο θεμέλιο, ξύλινη ανωδομή, καλύπτονται από κεραμίδια ή σχιστόπλακες, διαθέτουν περιστρεφόμενα θυρόφυλλα, ενώ το δάπεδο είναι από καλά πατημένο χώμα (Κακαβογιάννη 2001α,37).
Η τεχνολογία, όμως, της περιόδου θα δώσει μια τεράστια ποικιλία υλικών αγαθών τα οποία θα διευκολύνουν σημαντικά την καθημερινότητα των ανθρώπων αλλά και τη δυνατότητα τους να αποθηκεύουν και να συντηρούν τα τρόφιμα τους. Η αγγειοπλαστική είναι ακόμη χειροποίητη όμως έχουμε μια τεράστια ποικιλία αγγείων τα οποία χρησιμοποιούνται ως αποθηκευτικά, μαγειρικά αλλά και επιτραπέζια για το καθημερινό σερβίρισμα του φαγητού και των υγρών. Τη ίδια εποχή θα πρέπει να εισήχθη και η κατανάλωση του ελαιολάδου, όπως μαρτυρούν και κάποιες σαλτσιέρες για το σερβίρισμα διαφόρων αρτυμάτων που θα είχαν ως βάση το λάδι ελιάς (Κακαβογιάννη 2001α,39).
Επίσης από εξαρτήματα ρούχων, όπως μεταλλικές περόνες, διαπιστώνουμε ότι θα πρέπει να είχε σημαντική άνθηση και η ύφανση ενδυμάτων, ενώ υπάρχει μεγάλη μεταστροφή στην κατασκευή των εργαλείων: πλέον οι λεπίδες είναι μεγάλες και ίσιες, στερεωμένες σε σταθερό στέλεχος, αλλά και δρεπάνια για το θερισμό δημητριακών. Γενικότερα, πάντως, η μεταλλοτεχνία θα γνωρίσει νέους δρόμους με τη κατασκευή ανθεκτικών κραμάτων, όπως ο ορείχαλκος, αλλά και η δυνατότητα χρησιμοποίησης του μολύβδου σε διαπιστωμένες θέσεις στο Κορωπί και στη Ραφήνα. Μαζί με τη μεταλλουργία έχει πολύ μεγάλη ανάπτυξη και οι αγροτικές καλλιέργειες: εκτός από τα σιτηρά καλλιεργούνται όσπρια, αλλά και η δενδροκαλλιέργεια με το αμπέλι και τη ελιά να κυριαρχούν στη περιοχή των Μεσογείων. Η άνθηση της αγροτικής καλλιέργειας θα φέρει παράλληλα και την αύξηση του πληθυσμού αλλά και τη ανάγκη αποθήκευσης του πλεονάσματος. Ειδικότερα το τελευταίο μαρτυρεί και την οργανωμένη καλλιέργεια και αποθήκευση της σοδειάς σε «κοινοτικές αποθήκες», όπως οι υπόγειες που βρέθηκαν στο Κορωπί, αλλά και ο μεγάλος αριθμός οστών διαφόρων οικόσιτων ζώων που βρέθηκαν στο εσωτερικό των οικισμών (Κακαβογιάννη 2001α,41).
Οι παραπάνω διαπιστώσεις οδηγούν τη σκέψη μας και προς άλλες κατευθύνσεις όπως είναι η ανάπτυξη του ανταλλακτικού εμπορίου, με προορισμούς είτε εντός Αττικής είτε θαλάσσιους: Εύβοια, Κυκλάδες αλλά και βόρειο Αιγαίο. Η ανάπτυξη, όμως του εμπορίου παράλληλα με την ανάπτυξη των βιοτεχνικών ενασχολήσεων φέρνει αναπόφευκτα την εξειδίκευση άρα και κοινωνικές διαστρωματώσεις. Ενώ, όμως, δεν είναι διαπιστωμένη κάποια κοινωνική διαστρωμάτωση εντούτοις θα πρέπει να διαπιστώσουμε ότι οι κοινωνίες της Πρωτοελλαδικής περιόδου θα πρέπει να είχαν μεριμνήσει για την επιφόρτιση της ευθύνης διαχείρισης του πλεονάσματος, την τροφοδοσία πρώτων υλών αλλά και τη διεξαγωγή του εμπορίου. Τέλος, ο άνθρωπος της Πρωτοελλαδικής περιόδου θάβει τους νεκρούς του με μεγάλη σπουδή, σε οργανωμένα νεκροταφεία έξω από τους οικισμούς του, σε διάφορους τύπους τάφων (λακκοειδής, κιβωτιόσχημοι ή θαλαμοειδείς, ενώ τους συνοδεύει με αντικείμενα από την καθημερινή ζωή τους (Παπαχριστοδούλου 1971, 143).
Η επόμενη εποχή που ακολουθεί, η Μέση εποχή του Χαλκού ή Μεσοελλαδική περίοδος, διαμορφώνεται γύρω στο 2000π.Χ. Και συνοδεύεται με τεράστιες πολιτισμικές αλλαγές, καθώς και εξαφάνιση στοιχείων της προηγούμενης περιόδου. Σημαντική καινοτομία αποτελεί η εισαγωγή της τροχήλατης κεραμικής, αλλά και η διακόσμηση τους με γραμμική διακόσμηση με μαύρο, καστανό αλλά και κόκκινο χρώμα. Επίσης, σύμφωνα με διάφορες θεωρίες, κατά την πρώτη φάση της περιόδου έχουμε τη διείσδυση των ελληνικών φύλων στον ελληνικό χώρο γεγονός που προοδευτικά θα οδηγήσει στην ομογενοποίηση των εξελίξεων και των χαρακτηριστικών που θα αναπτυχθούν αργότερα (Κακαβογιάννη 2001α,42).
Στη περιοχή της Αττικής έχουμε την σύμπτυξη των οικισμών σε μεγαλύτερους ή μικρότερους σχηματισμούς(κώμες), οι οποίοι σε γενικές γραμμές απέχουν μικρή απόσταση μεταξύ τους. Οι κώμες αυτές είναι Βραυρών, Λαμπτρές, Σπάτα, Σφηττός και χαρακτηρίζονται από τη οχυρή τους θέση πάνω σε λόφους. Η ανάγκη οχύρωσης οδηγεί στη ανάγκη για ασφάλεια από εξωτερικούς κινδύνους, κάτι που δεν ήταν εμφανές στη προηγούμενη περίοδο.
Εντούτοις, στην οικονομία της περιόδου δεν φαίνεται να έχουν σταματήσει οι επαφές, ειδικά με τους θαλάσσιους προορισμούς που είχαν κατακτηθεί τους προηγούμενους αιώνες. Το ανταλλακτικό εμπόριο εξακολουθεί να ανθεί, καθώς και η μεταλλουργία παράλληλα με τη εισαγωγή οψιανού. Η ταφική πρακτική εξελίσσεται κυρίως με τη συνοδεία των νεκρών με πολυτελή αντικείμενα, ενώ ο τύμβος του Μαραθώνα παραπέμπει σε ηγετικές μορφές. Τέλος, αποτελεί γεγονός ότι η πρώιμη περίοδος του Χαλκού θα είναι η εποχή του αμιγώς πρώτου Ελληνικού πολιτισμού(Κακαβογιάννη 2001β 43-44).
Οι Μυκηναϊκοί Χρόνοι (1600-1050 π.Χ.)(εικ. 3-6)
Τη περίοδο των Μυκηναϊκών βασιλείων, συναντούμε στη περιοχή της Μεσογαίας πυκνές εγκαταστάσεις σε πολλές από τις οποίες πρόκειται για συνέχεια της κατοίκησης από παλιότερες εποχές. Στο Πικέρμι έχει εντοπιστεί μυκηναϊκή θέση που αποτελούσε το βόρειο άκρο της πεδιάδας των Μεσογείων, ενώ στ ΝΔ η Ακρόπολη των Λαμπτρών αλλά και θέσεις κατά μήκος της διαδρομής Βάρης – Κορωπίου οριοθετούσαν τα όρια από Νότο. Ανατολικά βρισκόταν, πάνω σε χαμηλό λόφο η ακρόπολη της Ραφήνας, ενώ το νότιο άκρο της παραλιακής ζώνης οριζόταν από το Ιερό του Απόλλωνα Δηλίου στη θέση Πρασιές στο Πόρτο Ράφτη (Σγουρίτσα 2001,45).
Στους περισσότερους οικισμούς τα οικιστικά και γενικότερα τα οικοδομικά κατάλοιπα είναι ελάχιστα, ενώ η σημαντικότερη μαρτυρία για τη παρουσία τους αποτελούν η ύπαρξη νεκροταφείων αλλά και ο εντοπισμός της κεραμικής κατά τη διενέργεια επιφανειακών ερευνών. Επίσης, γενικότερη παραδοχή για τους οικισμούς της Μεσογαίας τη περίοδο αυτή είναι η εγκατάλειψή τους κατά τον 12ο αιώνα π.Χ. Εντούτοις από τα ταφικά κτερίσματα μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα για την επικοινωνία των οικισμών της Μεσογαίας μεταξύ τους, με το Θορικό στο Λαύριο, με οικισμούς στον Αργοσαρωνικό, αλλά και με τη Σαλαμίνα, Αργολίδα, Νάξο, Κω, Ρόδο αλλά και την Κρήτη (Σγουρίτσα 2001,61).
Μία περίπτωση ενός καλά μελετημένου νεκροταφείου στο οποίο ερευνήθηκαν περισσότεροι από 200 τάφοι, είναι της Περατής στο Πόρτο Ράφτη, τα οικιστικά κατάλοιπα του οποίου δεν εντοπίστηκαν. Το νεκροταφείο ορίζεται από τη λοφοσειρά της Περατής η οποία οριοθετεί από Βορρά τον κόλπο του Πόρτο Ράφτη, που χαρακτηρίζεται από ήσυχα νερά, αμμώδη παραλία, ένα ιδανικό φυσικό λιμάνι κατά την αρχαιότητα όπου τα πλοία τραβιόνταν στη ξηρά. Στη νότια παρειά του λόφου, κατά μήκος μια ρεματιάς δημιουργήθηκε το νεκροταφείο των ύστερων μυκηναϊκών χρόνων, που άρχισε να ανασκάπτεται από τον Β. Στάη το 1883. Στη νότια πλαγιά του λόφου, κατά μήκος της ρεματιάς, υπάρχει το νεκροταφείο των υστερομυκηναϊκών χρόνων, που περιλάμβανε 192 θαλαμοειδείς τάφους σε πυκνή διάταξη, ανάμεσα στους οποίους είχαν σκαφτεί και 27 λακκοειδείς, από τους οποίους 4 είχαν και υποτυπώδεις, ρηχούς, λειτουργικά άχρηστους δρόμους. Δύο από τους τάφους είχαν σκαφτεί το 1883 από τον B. Στάη και 58 είχαν κατά καιρούς συληθεί από αρχαιοκάπηλους των Mεσογείων. Τα ευρήματα από τις ταφές μαρτυρούν μια ευημερούσα εγκατάσταση εμπόρων – ναυτικών οι οποίοι διατηρούσαν επαφές με τις περισσότερες γνωστές εγκαταστάσεις του Αιγαίου στην ηπειρωτική ακτή αλλά και τα νησιά: Κυκλάδες, Ρόδο, Κω και Κρήτη. Επίσης διάφορα αντικείμενα μαρτυρούν εισαγωγές από διάφορα «εξωτικά» μέρη που παραπέμπουν στη Αίγυπτο των Φαραώ (περίοδος Ραμσή ΙΙ) τη Μικρά Ασία, Κύπρο αλλά και Συριοπαλαιστίνη ενώ υπάρχουν και σοβαρές ενδείξεις για επαφές με θέσεις της κεντρικής Ευρώπης (Ιακωβίδης 1969. Σγουρίτσα 2001,61).
Συμπερασματικά για την μυκηναϊκή περίοδο του οικισμού στο Πόρτο Ράφτη μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι «ένοικοι» του νεκροταφείου τη Περάτης διέθεταν τα μέσα αλλά και τη γνώση της ναυσιπλοΐας προκειμένου να έρθουν σε επαφή με λαούς οι οποίοι βρίσκονταν σε αποστάσεις δυσθεώρητες για την εποχή. Παράλληλα θα πρέπει να διατηρούσαν οργανωμένα εργαστήρια κεραμικής και μεταλλοτεχνίας που εκτός από τις τοπικές ανάγκες θα κάλυπταν και τις ανάγκες του ανταλλακτικού εμπορίου τους. Ειδικότερα τα κεραμικά αντικείμενα μαρτυρούν ένα τοπικό ρυθμό διακόσμησης με χταπόδια θαλάσσια θέματα αλλά και γεωμετρικά κοσμήματα τα οποία επειδή εντοπίστηκαν ως ταφικά κτερίσματα – σε διάφορες θέσεις στο Αιγαίο – χαρακτηρίζονται ως αντικείμενα γοήτρου. Ο οικισμός στο Πόρτο Ράφτη – όπως φαίνεται από το νεκροταφείο της Περατής – θα διαρκέσει μέχρι τα μέσα του 11ου αι π.Χ., οπότε προοδευτικά εγκαταλείπεται, μέχρι τη περίοδο των γεωμετρικών χρόνων όπου στη περιοχή αναπτύσσονται οικισμοί με διαφορετική πλέον οργάνωση και «πολιτική» αντίληψη (Ιακωβίδης 1980. Σγουρίτσα 2001,67).
Οι Γεωμετρικοί Χρόνοι (1100-700π.Χ.)(εικ.7α,β)
Η κατάρρευση των Μυκηναϊκών βασιλείων προκάλεσε μια τεράστια αναταραχή με σημαντικότερη επίπτωση τη διάλυση των κοινοτήτων και την αλλαγή του χαρακτήρα της οικονομίας από εξωστρεφή (βιοτεχνία, εμπόριο) στην ανάγκη εξασφάλισης της αυτάρκειας (αγροτική οικονομία) τόσο κατά τη πρωτογεωμετρική όσο και κατά την ώριμη γεωμετρική περίοδο. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπήρχαν εμπορικές σχέσεις απλά είναι πιο περιορισμένες και δίχως την έντονη εξωστρέφεια της προηγούμενης εποχής.
Γενικότερα στη Μεσογαία δεν έχουν εντοπιστεί θέσεις γεωμετρικών οικισμών, όμως έχουν εντοπιστεί νεκροταφεία που μαρτυρούν τη νέα οργάνωση. Ειδικότερα στη περιοχή του Μαρκοπούλου ανήκουν το οργανωμένο νεκροταφείο της Μερέντας της ώριμης περιόδου (900- 700π.Χ.) αλλά και δύο μικρότερα στο Μαρκόπουλο. Η μη εύρεση οικιστικών λειψάνων πιθανόν οφείλεται στη διάσπαση των πληθυσμών σε μικρούς οικισμούς που κατοικούν κατά γένη, αλλά και στις περιορισμένες ανασκαφικές έρευνες, ή λανθάνουσες έρευνες που δεν αποκάλυψαν το μέγεθος κάποιων οικισμών – αν όχι σε εκτεταμένη μορφή όπως στην περίπτωση του Θωρικού – τουλάχιστον σε μια έκταση που να μαρτυρούν τα σπάργανα των δήμων που θα ακολουθήσουν κατά τους επόμενους αιώνες. Με αποτέλεσμα οι μοναδικές πληροφορίες να προέρχονται από τα νεκροταφεία είτε πρόκειται για κοινοτικά (Μερέντα) ή για μικρότερα (Μαρκόπουλο) είτε για οικογενειακούς τύμβους (Κακαβογιάννη 2001γ, 69).
Οι τάφοι είναι κιβωτιόσχημοι ή λακκοειδείς στους οποίους – πολλές φορές – τοποθετούνται σήματα κυρίως όρθιοι λίθοι. Ό άλλος τρόπος ενταφιασμού είναι η αποτέφρωση: η τέφρα τοποθετείται σε τεφροδόχα αγγεία ενώ η ταφή συνοδεύεται από μεγάλο αριθμό κτερισμάτων είτε πρόκειται για αντικείμενα επίδειξης ή από τη καθημερινότητα του νεκρού (χρυσά κοσμήματα, μετάλλινα όπλα περόνες ενδυμάτων κ.α.). Στα νεκροταφεία της Μεσογαίας δεν έχουν ακόμη εντοπιστεί μνημειώδη ταφικά αγγεία – όπως αυτά του κεραμικού – αλλά η κεραμική που εντοπίζεται στο εσωτερικό των τάφων χαρακτηρίζεται από τη διακόσμηση της εποχής, δηλαδή γεωμετρικά μοτίβα, ολόγλυφα ομοιώματα ίππων ή μεμονωμένες απεικονίσεις, ίππων, ζώων, ενώ τον 8ο αιώνα δημιουργούνται παραστάσεις κυρίως νεκρικών πομπών. Τέλος, ξεκινάει η κατασκευή μεταλλικών ειδωλίων – συνήθως ζώων αλλά και ανθρώπινων μορφών τα οποία χρησιμοποιούνται κυρίως για την νεκρική τελετή και όχι για λατρευτικούς λόγους (Κακαβογιάννη 2001γ, 71-73).
Στη γεωμετρική εποχή ανάγεται και ή ίδρυση μεγάλων λατρευτικών ιερών. Στο σύγχρονο δήμο Μαρκοπούλου υπάγονται δύο από τα σπουδαιότερα ιερά: του Δηλίου Απόλλωνα στις Πρασιές και της Αρτέμιδος Βραυρωνίας. Το Ιερό του Απόλλωνα στις Πρασιές τοποθετείται στο νότιο άκρο του κόλπου του Πόρτο Ράφτη στη περιοχή πού σήμερα είναι γνωστότερη ως «Αυλάκι». Ο προσανατολισμός του είναι νοτιοανατολικός – βλέπει προς τις Κυκλάδες – και σύμφωνα με το μύθο είχε ιδρυθεί στο χώρο που είχε ενταφιαστεί ο Ερισύχθων ο γιος του Κέκροπα. Τα κτίσματα του Ιερού ήταν αναπτυγμένα σε μια μικρή έκταση πάνω σε χαμηλό άνδηρο. Από αυτά εντοπίστηκε μοναχά ένα μικρό τμήμα ενός αψιδωτού κτιρίου το οποίο θα πρέπει να ήταν ο ναός κατά τη κλασική περίοδο, ενώ κατά τους υστερορωμαϊκούς χρόνους θα μετατραπεί σε χριστιανικό ναό, οπότε θα διαμορφωθεί και η αψίδα στη μια στενή του πλευρά (Κακαβογιάννη, 1985,66).
Εκτός, όμως, από τα ιερά υπάρχουν και υπαίθριοι χώροι λατρείας, κυρίως βωμοί στις κορυφές βουνών. Στο Μαρκόπουλο έχει εντοπιστεί στη Μερέντα και στη κορυφή του όρους Χάβωση στο Πόρτο Ράφτη (πάνω από τις Πρασιές): σε σπηλαιώδες άνοιγμα εντοπίστηκαν μυκηναϊκά και γεωμετρικά θραύσματα αγγείων τα οποία πιθανόν τα έριχναν από τη κορφή του βουνού και ήταν μέρος της λατρείας ηρώων δηλαδή μελών μεγάλων οικογενειών της Αττικής: Ερυσίχθονος, γιος του Κέκροπα, ή του Κρανάου που διαδέχθηκε τον Κέκροπα (Κακαβογιάννη 2001γ, 73).
Οι Αρχαϊκοί χρόνοι (περ.7ος – 6οςπ.Χ. αι)(Εικ.8-10)
Η αρχαϊκή εποχή αποτελεί ίσως την τελευταία σιωπηρή εποχή της αρχαιότητας, για την οποία δεν μπορούμε να μιλήσουμε με γραπτά μνημεία παρά μόνο με τον υλικό πολιτισμό ο οποίος έρχεται στο φως με την αρχαιολογική σκαπάνη. Έτσι, ενώ οι γεωμετρικοί τάφοι της Μερέντας μαρτυρούν την ακμή των Μεσογείων κατά τη περίοδο των ώριμων γεωμετρικών χρόνων, η σύνδεση τους με την εξάπλωση των αρχαϊκών τύμβων, η ανεύρεση των κούρων και των κορών από τη Κερατέα, τη Μερέντα ή τη σφίγγα των Σπάτων, αλλά και την κυριαρχία των γενών της υπαίθρου της Αττικής, μαρτυρούν την κοινωνική και πολιτική οργάνωση της Αθήνας στα χρόνια του Σόλωνα και του Πεισίστρατου (Σταϊνχάουερ 2001β, 75).
Από τα πιο αξιόλογα δείγματα της ώριμης αρχαϊκής γλυπτικής είναι τα δύο αγάλματα από τη Μερέντα (παραφθορά του ονόματος του αρχαίου δήμου Μυρρινούντος) Μαρκοπούλου τα οποία εντοπίστηκαν ενταφιασμένα με αρκετή επιμέλεια, αντικριστά τοποθετημένα το ένα προς το άλλο.
Πρόκειται για δύο εκπληκτικής καλλιτεχνικής αξίας αγάλματα της μεγάλης πλαστικής τέχνης της αρχαϊκής γλυπτικής που χαρακτηρίζεται από τη μετωπικότητα, τη σχηματοποίηση, τη διακοσμητικότητα αλλά και τη τυποποίηση. Ο τύπος του Κούρου αποτελούσε την ιδεώδη ανδρική μορφή της εποχής του αναφερόμενος σε ρωμαλέους νεαρούς πολεμιστές, γόνους αριστοκρατικών γενών της αρχαϊκής κοινωνίας. Υπάρχουν, ωστόσο, επώνυμες αναθέσεις κούρων σε ιερά και από οικογένειες κατώτερων κοινωνικών τάξεων. Ενώ, σε πολλές περιπτώσεις οι Κούροι αναφέρονται σε αθλητές ή ακόμη στον ίδιο τον θεό Απόλλωνα ο οποίος κατά κανόνα αποδίδεται νέος, αγένειος και γυμνός. Ο τύπος της Κόρης, σε αντίθεση με τους Κούρους είναι ενδεδυμένες μορφές με μακριά φορέματα τα οποία καλύπτουν όλο το σώμα αφήνοντας ακάλυπτα ελάχιστα μέρη του, με εξεζητημένα χτενίσματα, κοσμήματα, ενώ στο ένα χέρι κρατούν μια προσφορά (πουλί, άνθος, καρπό).
Ειδικότερα το παράδειγμα από τον Μυρρινούντα διατηρεί και πολλά στοιχεία από το ζωγραφικό και εγχάρακτο διάκοσμο, ενώ στη βάση του αγάλματος διατηρείται επιγραφή που μαρτυρεί τη ταυτότητα της κόρης, αλλά και του καλλιτέχνη που το δημιούργησε (Μασττροκώστας 1972).
Σήμα Φρασίκλειας,
κόρη κεκλήσομαι,
αιεί αντί γάμου
παρά Θεών τούτο
λαχουσ' όνομα
Αριστίων Πάρι[ος μ' επ]ό[ε]σε
Δηλαδή: Μνήμα της Φρασίκλειας, θα καλούμαι κόρη για πάντα, αφού αντί για
γάμο οι θεοί αυτό το όνομα μου όρισαν.
Με έφτιαξε ο Αριστίων ο Πάριος.
Στα χρόνια της τυραννικής διακυβέρνησης της Αθήνας από τον Πεισίστρατο, πραγματοποιούνται τα πρώτα μεγάλα έργα (Σούνιο, Ραμνούντας κ.α.) ενώ η οικογένεια του Πεισιστράτου συνδέει το όνομα της με τη Μεσογαία από την οποία κατάγεται και αντλεί την πολιτική της ισχύ. Έτσι, στο Πεισίστρατο οφείλεται ο αρχαιότερος ναός της Άρτεμης στη Βραυρώνα, στον οποίο έλαβαν χώρα οι πρώτες απαγγελίες των καταγεγραμμένων ομηρικών ραψωδιών. Στη ίδια περίοδο ανάγονται και άλλα αρχαϊκά οικοδομήματα όπως το ιερό στο πύργο της Βραυρώνας και ο ναός της Ταυροπόλου Αρτέμιδος στη Λούτσα. Απόδειξη, όμως, της προσπάθεια των Πεισιστρατιδών για την ενοποίηση της Αθήνας είναι η οργάνωση του οδικού δικτύου της Αττικής με την εγκατάσταση των ερμαϊκών στηλών στο μέσων των αποστάσεων των κυριότερων δρόμων της Μεσογαίας: της Στειριακής και της Σφηττίας οδού. Η ανεύρεση μιας τέτοιας στήλης στο μέσον της απόστασης της Στειριακής οδού αποδεικνύει τη σπουδαιότητα της επικοινωνίας με το λιμένα της Μεσογαίας ο οποίος πριν την ίδρυση του Πειραιά από το Θεμιστοκλή αποτελούσε το κύριο λιμάνι της Αττικής και κέντρο των ναυτικών επιχειρήσεων των Φιλαϊλών και των Πεισιστρατιδών στο βόρειο Αιγαίο (Σταϊνχάουερ 2001β, 79).
Οι Κλασσικοί Αιώνες (5ος – 4οςπ.Χ. αι)(Εικ.11-16)
α) το οδικό δίκτυο και οι κλεισθένειοι δήμοι της κλασικής Μεσογαίας.
Ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της δημοκρατικής Αθήνας και μια από τις σπουδαιότερες προσφορές στο δυτικό ευρωπαϊκό πολιτισμό είναι η λύση στη σύγκρουση μεταξύ του αστικού κέντρου και της υπαίθρου. Η σχέση των δύο αυτών κατηγοριών πληθυσμού θα αποτελέσει θέμα σύγκρουσης από τους ελληνιστικούς και αυτοκρατορικούς χρόνους μέχρι την τελική απορρόφηση του δεύτερου από το πρώτο στις σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινότητες. Άλλωστε, η ειρήνευση μεταξύ άστεως και ενδοχώρας αποτέλεσε το μέλημα το οικιστών της Αθήνας: του Θησέα ο οποίος θεωρείται ο θεμελιωτής του συνοικισμού και του Κλεισθένη του πατέρα της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, όσο και θεωρητικών όπως ο Πλάτων στο έργο του «Πολιτεία».
Η συμμετοχή των κατοίκων της Αττικής στις κοινές εκδηλώσεις της Πόλης τους – διοίκηση, κοινή λατρεία, αγώνες, γιορτές - δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί δίχως τη δημιουργία ενός εκτεταμένου οδικού δικτύου το οποίο θα συντελούσε στη φυσική επικοινωνία του πληθυσμού της Αττικής ανάμεσα στους διάσπαρτους μικρούς και μεγάλους δήμους. Επίσης η σημασία της σχέσης του πολίτη με την ιδιαίτερη πατρίδα του φανερώνεται και στην ληξιαρχική του ταυτότητα όπου το κύριο όνομά του συνοδεύεται από το πατρώνυμο και από το όνομα του δήμου.
Ειδικότερα το οδικό δίκτυο των δήμων της Μεσογαίας αποτελείται από μια σειρά δρόμων που ξεκινούν από την Παλλήνη – είσοδος των Μεσογείων – και απλώνεται ανατολικά προς το Μαραθώνα, βορειοδυτικά και νοτιοανατολικά προς τα ιερά της Βραυρώνας και της Ταυροπόλου καθώς και στα λιμάνια στο κόλπο του Πόρτο Ράφτη (Στείρια, Πρασιές) και τέλος νότια στο Θορικό και τη Λαυρεωτική (Σταϊνχάουερ 2001γ, 81).
Η ύπαρξη αυτού του δικτύου διατηρείται μέχρι και τη σύγχρονη εποχή – και ως ένα βαθμό το σύγχρονο οδικό δίκτυο αποτελεί επέκταση του αρχαίου όπως μαρτυρούν οι ανασκαφές στους ανισόπεδους κόμβους της Παλλήνης. Το γεγονός αυτό προσδιορίζεται, σε μεγάλο βαθμό, από τη φύση του εδάφους και σε δεύτερο βαθμό η επέκταση του στη λειτουργική σύνδεση των δρόμων με την πολιτική οργάνωση των δήμων της περιοχής σε φυλετικές ομάδες (τριττύες). Η μέχρι τώρα έρευνα δέχεται ότι τα Μεσόγεια ήταν μοιρασμένα σε τρία μέρη που ανήκαν σε ισάριθμες φυλές:Αιγηίδα, Πανδιονίδα και Ακαμαντίδα ώστε κάθε περιοχή να περιλαμβάνει τόσο παράλιους, μεσόγειους και δήμους του άστεως σε μια διάταξη κατά μήκος των δρόμων. Ο βασικότερος λόγος διάταξης της φυλετικής οργάνωσης κατά μήκος του οδικού δικτύου και των φυσικών δρόμων της Μεσογαίας είναι η ταχύτερη και αποτελεσματικότερη συγκέντρωση των φυλετικών στρατιωτικών τμημάτων στο άστυ (Σταϊνχάουερ 2001γ, 82).
β) Δρόμοι και δήμοι του κεντρικού κάμπου. Οι δήμοι και οι δρόμοι της Πανδιονίδος.
Ο δήμος της Παλλήνης και ο στρατηγικός του χαρακτήρας αναγνωρίζεται ως το σημείο εισόδου στο λεκανοπέδιο από τα Μεσόγεια και το Μαραθώνα και μέχρι την Αραφήνα στα ανατολικά. Νότια, των δήμων της Παλλήνης βρισκόμαστε στη καρδιά της Μεσογαίας. Τον κάμπο τον μοιράζονταν από βορρά προς νότο οι δήμοι Ερχιά και Μυρρινούτα της Αιγηίδος φυλής, οι δήμοι Παιανίας, Ωάς, Κονθύλης, Μυρρινούντος και Αγγελής της Πανδιονίδος φυλής και τέλος στο νοτιότερο τμήμα ο Σφηττός και Αγνούς της Ακαμαντίδος φυλής. Οι δήμοι αυτοί επικοινωνούν μεταξύ τους με ένα πλέγμα δρόμων, ενώ ένα δεύτερο σύστημα ένωνε τους δήμους του κάμπου με εκείνους της παραλίας αλλά και με τα ιερά της Αρτέμιδος (Βραυρώνα και Λούτσα) του Απόλλωνα (Πρασιές) αλλά και το λιμάνι της Στειρίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του πλέγματος της λειτουργικότητας του οδικού δικτύου στην Αττική αποτελεί η αποκάλυψη ενός πολύ σημαντικού οδικού κόμβου πιθανόν στα όρια του δήμου Φιλαϊδών, το κέντρο του οποίου τοποθετείται κοντά στη Βραυρώνα. Ο κόμβος αυτός τεκμηριώνεται ανασκαφικά από την παρουσία – ακριβώς στη διασταύρωση – ενός μεγαλοπρεπούς ταφικού περιβόλου του 4ουπ.Χ. αι και δίπλα ένα νεκροταφείο στο οποίο εντοπίστηκαν είκοσι τάφοι και πυρές του 5ουπ.Χ.αι. Ενώ, διασταυρώνονται η οδική αρτηρία από το δήμο Μυρρινούτας της Αιγηίδος προς τους δήμους Αγγελής και Μυρρινούντος της Πανδιονίδος φυλής (στη περιοχή Πούσι Καλογέρη, γνωστή νεολιθική θέση) με τουλάχιστον δύο άλλες οδικές αρτηρίες πιθανόν από την Παιανία και από το δήμο Σφηττού με κατεύθυνση το λιμάνι της Μεσογαίας δηλαδή το σημερινό Πόρτο Ράφτη (Σταϊνχάουερ 2001γ, 93-101).
γ) Ο Δήμος Μυρρινούντος
Η παράλιος τριττύς της Πανδιονίδος φυλής εκτός των λιμένων Στειριών και Πρασιών περιλαμβάνει και το μεσαίο μεγέθους δήμο Μυρρινούντος. Τοποθετείται στη λοφώδη περιοχή βορείως του όρους Μερέντα, σε μικρή απόσταση – λιγότερο από 4 χιλιόμετρα ΝΔ - από τη θέση Πούσι Καλογέρι. Το δήμο Μυρρινούντος τον γνωρίζουμε από επιγραφές αλλά και από συστηματικές ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν την εικοσαετία 1950-70 και το 1998. Ίσως, ο κυριότερος πυρήνας του δήμου, θα πρέπει να τοποθετηθεί γύρω από το ιερό της Αρτέμιδος Κολαινίδος (θέση της εκκλησίας της Παναγιάς Μερέντας), χώρος στον οποίο συνήθως αναρτώνται τα δημοτικά ψηφίσματα. Βόρεια του ιερού υπάρχει οδός από το Μαρκόπουλο, στα ίχνη αρχαίας οδού στο οποίο ανασκάφηκε νεκροταφείο του 4ουπ.Χ. αι, από το οποίο προέρχονται μερικά από τα σημαντικότερα ευρήματα του Μουσείου Βραυρώνας αλλά και τα επιτύμβια αγάλματα του αρχαϊκού Κούρου και της Κόρης Φρασίκλειας τα οποία εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (Σταϊνχάουερ 2001γ, 105).
Η τύχη των δύο αγαλμάτων του Κούρου και της Κόρης Φρασίκλειας, στα οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, χάνονται κατά τους κλασσικούς χρόνους μεταξύ του 490 – 480 π.Χ. πριν την εισβολή των Περσών στην Αττική. Θα πρέπει να ενταφιάστηκαν βιαστικά, γι αυτό και αποσπάστηκαν από τη βάση τους, με σκοπό να εντοπιστούν ξανά μετά την επιστροφή των κατοίκων στη περιοχή τους. Προφανώς αυτός ή αυτοί που τα ενταφίασαν είτε δεν ήταν δυνατόν να τα εντοπίσουν ή το πιθανότερο δεν θα επέζησαν των πολέμων για να τα επαναφέρουν στην αρχική τους θέση. Θα εντοπιστούν δεκαπέντε αιώνες αργότερα από τους αρχαιολόγους που ερευνούσαν τη θέση του δήμου Μυρρινούντος. Αρχικά, εντοιχισμένο στη τοιχοποιία υστεροβυζαντινού ναού θα εντοπιστεί η βάση του αγάλματος της Κόρης πριν εντοπιστεί το ίδιο το άγαλμα ενταφιασμένο μαζί με τον σύγχρονο - «αιώνιο» πλέον σύντροφό της - Κούρο, η ταυτότητα του οποίου αγνοείται (Μαστροκώστας 1972).
δ) Ο δήμος Αγνούντος
Στα σημερινά όρια του δήμου Μαρκοπούλου εκτός από τους δήμους της Πανδιονίδος φυλής ανήκει και ο δήμος Αγνούντος της Ακαμαντίδος φυλής. Ο δρόμος για το δήμο Αγούντος και τα Πρόσπαλτα διασταυρώνεται στα όρια των δήμων Παιανίας και Ώας με τη Στειρία οδό. Ο δήμος Αγούντος τοποθετείται στην ΝΔ γωνία της πεδιάδας των Μεσογείων στη θέση Δάγλα – νοτίως του Μαρκοπούλου - που μαζί με τους δήμους Προσπάλτων, Κεφαλής και τον Σφηττό αποτελούσαν την μεσόγεια τριττύ της Ακαμαντίδος φυλής (Σταϊνχάουερ 2001γ, 107-8). Στη σημερινή Δάγλα τοποθετείται ένας από τους οικιστικούς πυρήνες του δήμου Αγνούντος, ενώ οι αρχαιολογικές ανασκαφές εντός της κωμόπολης του Μαρκοπούλου έχουν αποκαλύψει ταφικά συγκροτήματα ήδη από τους γεωμετρικούς χρόνους, ίχνη αρχαίων οικιστικών συνόλων – στη περιοχή του σιδηροδρομικού σταθμού – που αποδεικνύουν ότι ο δήμος Αγνούντος διέθετε μια αρκετά μεγάλη διασπορά καταλαμβάνοντας ένα σημαντικό μέρος του κάμπου. Βόρεια του Μαρκοπούλου θα πρέπει να έφτανε μέχρι το πύργο του Λιμικού – στα όρια δηλαδή με τον δήμο Αγγελής, όπως ακόμη και σήμερα ονομάζεται η περιοχή. Ενώ στα σημερινά όρια του δήμου Μαρκοπούλου με το αεροδρόμιο, στις θέσεις Πουλί και Λιοτρίβι, δύο μεμονωμένες αγροικίες θα πρέπει να ανήκαν στο δήμο Αγνούντος.
ε) Οι δήμοι της παραλίας
Οι δήμοι της παραλίας βρίσκονταν σε μικρές παράλιες κοιλάδες και επικοινωνούσαν με την ενδοχώρα μέσω διαδρομών που διέσχιζαν τις λοφοσειρές που χώριζαν τη Μεσογαία από τη θάλασσα. Στα νότια, τον όρμο του Πόρτο Ράφτη μοιράζονταν οι δήμοι Στειρίας, Πρασιών και στα βόρεια οι δήμοι Φιλαϊδών, Άλων, Αραφηνίδων, Αραφήνος. Κι ενώ οι παράλιοι δήμοι της Πανδιονίδας φυλής δεν επικοινωνούσαν απευθείας με εκείνες στα βόρεια, στους παράλιους δήμους της Αιγηίδος φυλής θα πρέπει να υπήρχε οδική διασύνδεση από τα ίχνη αρματοτροχιών κατά μήκος της παραλίας από τη Βραυρώνα και τη Λούτσα στη Ραφήνα (Σταϊνχάουερ 2001γ, 111).
Τον κόλπο του Πόρτο Ράφτη πλαισιώνουν από νότο, ο ορεινός όγκος της Μαυρονόρας που μαζί με τη Μερέντα πέφτει απότομα στη θάλασσα, απέναντι από τη χερσόνησο της Κορώνης και από βορρά η χερσόνησος της Περατής. Ο όρμος του Πόρτο Ράφτη αποτελούσε το μεγαλύτερο και ασφαλέστερο αγκυροβόλιο της Ανατολικής Αττικής. Ανατολικά προστατεύεται από δύο νησιά – τον Ράφτη και την Ραφτοπούλα – ενώ η χερσόνησος της Πούντας τον χωρίζει σε δύο άνισα μέρη: βόρεια το λιμάνι της Στειρίας από το οποίο έφευγε η αθηναϊκή εορταστική πρεσβεία για τη Δήλο αλλά ήταν και το λιμάνι επικοινωνίας με τις Κυκλάδες, καθώς η απόσταση ήταν σημαντικά μικρότερη από το Φάληρο ή τον Πειραιά.
Ίχνη του οικισμού κι ένας μόλος έχουν εντοπιστεί στη βόρεια ακτή του όρμου στη θέση «Δρίβλα», σημαντική θέση κατά τους υστερορωμαϊκούς / πρωτοβυζαντινούς αιώνες. Ενώ λίγο βορειότερα στη περιοχή του μυκηναϊκού νεκροταφείου της Περατής έχει εντοπιστεί το λατομείο μαρμάρου της Στειρίας.
Στη Στειρία κατέληγε – χρησιμοποιώντας ένα από τα περάσματα – και η ομώνυμη (Στειρία) οδός από την Αθήνα η οποία διέσχιζε τα Μεσόγεια εξυπηρετώντας τους δήμους της Πανδιονίδος, περνώντας μέσα από τον δήμο της Αγγελής, όπου και υπήρχε φρουρά με πύργο στη θέση Λιμικό. Αντιθέτως ο Δήμος Πρασιών βρισκόταν απομονωμένος στα νότια του όρμου, σε μια περιοχή μέχρι πρότινος ελώδη. Η περιοχή διατηρεί, μέχρι σήμερα, το αρχαίο της όνομα ως Πρασάς, ενώ είναι γνωστή και ως Αυλάκι. Από τον αρχαίο δήμο μας σώζονται δύο ψηφίσματα με μισθώσεις, ενώ από τη θέση Νάτσο κοντά στο ελληνιστικό αψιδωτό κτήριο βρέθηκε η βάση με την υπογραφή του καλλιτέχνη και το κεφάλι αγάλματος υστεροαρχαϊκής γλυπτικής, πιθανώς του Δηλίου Απόλλωνα (Κακαβογιάννη 1986, 171-175). Το ναό τον αναφέρει ο Παυσανίας κατά την πορεία του από το δήμο Θορικού προς τα Στείρα. Αντιθέτως δεν έχει βρεθεί – αν και αναφέρεται από τον περιηγητή – ο ναός της Αθηνάς. Εντούτοις είναι διαπιστωμένο – κυρίως από επιφανειακά ευρήματα και λιγότερο από συστηματικές ανασκαφές στην περιοχή – ότι ο όρμος του Πόρτο Ράφτη κατοικούνταν μέχρι το τέλος της αρχαιότητας (Σταϊνχάουερ 2001γ, 112).
Όμως, στο δήμο Μαρκοπούλου, ανήκει και μέρος από την παραλιακή τριττύ της Αιγηίδος φυλής. Συγκεκριμένα ο δήμος Φιλαϊδών τη θέση του οποίου δηλώνει η παλαιοχριστιανική βασιλική στη Βραυρώνα. Γενικότερα η περιοχή αυτή της Αττικής είναι αφιερωμένη στην Άρτεμη η οποία λατρεύεται ως Βραυρωνία, ως Ταυροπόλος και στον Μυρρινούντα ως Κολαινίς. Αναμφισβήτητα όμως το σπουδαιότερο και αρχαιότερο ιερό της θεάς Άρτεμης βρίσκεται στην Βραυρώνα στο ταιριαστό – ακόμη και σήμερα – φυσικό περιβάλλον των εκβολών του Ερασίνου.
Στο ιερό της Βραυρώνας, κατά την αρχαιότητα έφτανε κανείς από το δρόμο που διέσχιζε το δήμο Ερχίας, ή από την παραλία μέσο της αμαξήλατης οδού ίχνη της οποίας έχουν εντοπιστεί μεταξύ Βραυρώνας – Αρτέμιδος – Ραφήνας. Μπορεί σήμερα να σώζονται λίγα στοιχεία από το αρχαίο ιερό, όμως από επιγραφικές μαρτυρίες γνωρίζομε ότι θα πρέπει να διέθετε αθλητικές εγκαταστάσεις (στάδιο, παλαίστρα) και βοηθητικούς χώρους όπως ξενώνες για τη διαμονή των επισκεπτών.
Το επίκεντρο του ιερού ήταν ο δωρικός ναός με άδυτο αφιερωμένος στη θεά (όπως και οι ναοί της Λούτσας και της Αυλίδας) κτισμένος πάνω σε άνδηρο για να προστατεύεται από τις συχνές υπερχειλίσεις του Ερασίνου, πάνω από τη ιερά πηγή στη βόρεια πλευρά του βράχου της ακρόπολης. Το δεύτερο κέντρο λατρείας ήταν το ηρώο της Ιφιγένειας, διαμορφωμένο μέσα σε μια σπηλιά. Στον επίπεδο χώρο, βόρεια το ναού, έκλεινε με την στοά των Άρκτων: πώρινη, δωρικού ρυθμού σε σχήμα ανισόπεδου «Π» χωρισμένη σε δωμάτια το καθένα εξοπλισμένο με 11 ξύλινες κλίνες και 99 μαρμάρινα τραπέζια τα οποία προοριζόταν για τις νεαρές τροφίμους της θεάς. Στο εσωτερικό της στοάς και μπροστά από τα δωμάτια ήταν στημένα τα αγάλματα των παιδιών, αφιερώματα των γονέων προς τη θεά. Σήμερα, ένας μεγάλος αριθμός από αυτά εκτίθεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Βραυρώνας. Πίσω από τη στοά υπήρχε ένα κτίριο γνωστό ως «Παρθενώνας» όπου τα νεαρά κορίτσια περνούσαν τα 5 χρόνια της προετοιμασίας τους από την άγρια – «αρκουδίσια» - παιδική ηλικία στην εφηβεία.
Κάθε 5 χρόνια μια πομπή (θεωρία) ξεκινούσε από την Ακρόπολη των Αθηνών για να γιορτάσει τα Βραυρώνεια στο ιερό της θεάς. Η γιορτή εκτός από θυσίες περιλάμβανε αθλητικούς και μουσικούς αγώνες καθώς και αρματοδρομίες. Η πομπή δε, εισερχόταν στο ιερό μέσο μιας λίθινης, μεγάλων διαστάσεων γέφυρας – πίσω από τη στοά των «άρκτων»- η οποία σώζεται μέχρι σήμερα σε εξαιρετική κατάσταση. Μια σημαντική, ίσως, στιγμή της γιορτή θα ήταν η τελετή των αρκτείων με την οποία οι νεαρές (αλλά και νεαροί, αν κρίνουμε από τα αγάλματα αγοριών) τρόφιμοι ολοκλήρωναν την μύηση τους. Τα πλούσια δε, αναθήματα προσφέρουν μια προσέγγιση στη κατανόηση της φύσης της θεάς, ως θεά της άγριας φύσης, κουροτρόφου, προστάτιδας των παιδιών αλλά και των νεαρών ζώων (Σταϊνχάουερ 2001γ, 112).
Η Μεσογαία κατά τους Ελληνιστικούς αιώνες (Εικ.17)
Μετά το πέρας του Πελοποννησιακού πολέμου, η Αττική πρέπει να γνώρισε μια μακρά περίοδο ειρήνης και ευημερίας, γεγονός που διαπιστώνεται κυρίως από επιγραφές και δικανικά. Παράλληλα όμως το χάσμα μεταξύ των κατοίκων του άστεως κι εκείνων που έμεναν στην ύπαιθρο ολοένα και βάθαινε. Ο Αριστοφάνης στο έργο του Νεφέλες αλλά και ο Μένανδρος στον Δύσκολο παρουσιάζει τους μεν Αθηναίους ως ανοιχτόκαρδους, ευγενείς, γενναιόδωρους ενώ τους χωρικούς φλύαρους και καχύποπτους απέναντι στους ξένους, με χοντρούς τρόπους και υπερσυντηρητικοί απέναντι σε οτιδήποτε καινούριο.
Τη ραστώνη, όμως, της ειρήνης αυτής διέκοψε ο Χρεμωνίδειος πόλεμος. Για περισσότερο από 4 χρόνια ο αγρότης της Μεσογαίας είδε την Αττική να γίνεται το πεδίο μαχών και ο ίδιος βίωσε τον εφιάλτη ενός πολέμου μέσα στην ίδια του τη χώρα. Η οχύρωση της χερσονήσου Κορώνης στο Πόρτο Ράφτη, οφείλεται στον στρατηγό του Πτολεμαίου Β ́, Πάτροκλο, ο οποίος μαζί με την νησίδα που βρίσκεται δυτικά του Σουνίου – η οποία πήρε και το όνομα του - αποτέλεσαν το στρατόπεδο των Πτολεμαϊκών στρατευμάτων κατά τον Χρεμωνίδειο Πόλεμο (266-262 π.Χ.). Το αντίπαλο στρατόπεδο αποτελούνταν από τις Μακεδονικές δυνάμεις οι οποίες είχαν οχυρωθεί στον Πειραιά. Παράλληλα όμως, πειρατές σύμμαχοι κυρίως του Αντιγόνου βασιλέα της Μακεδονίας, λεηλατούσαν ασταμάτητα την ύπαιθρο. Η κατάσταση που επικράτησε στην Αττική τα χρόνια αυτά ήταν τόσο εφιαλτική, ώστε σε μεγάλο βαθμό διακρίνεται από τα σημάδια εγκατάλειψης των αγροικιών της περιόδου αυτής. Το γεγονός αυτό θα είναι καταλυτικής σημασίας για την αλλαγή του αγροτικού τοπίου της Αττικής, με τη σταδιακή κατάργηση του μικρού κλήρου και τη συγκέντρωση της γης σε μικρό αριθμό γαιοκτημόνων. Μια κατάσταση που προαναγγέλλει τον χαρακτήρα της αγροτικής οικονομίας κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους (Σταϊνχάουερ 2001δ, 141-142).
Η Ρωμαϊκή Περίοδος (1ος – 3οςμ.Χ. αι)(Εικ.18-19)
Το χαρακτηριστικό στοιχείο των ρωμαϊκών κοινωνιών κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους είναι η δημιουργία της τάξης των μεγάλων ιδιοκτητών γης. Η τάξης αυτή θα αποτελέσει το στήριγμα της αυτοκρατορικής εξουσίας της Ρώμης. Οι μέχρι στιγμής γνώσεις μας δεν μας παραδίδουν μια σαφή εικόνα των Μεσογείων την εποχή εκείνη, εκτός από το λιμάνι της Στειρίας στο Πόρτο Ράφτη.
Την σπουδαιότητα του λιμανιού μαρτυρούν τα δύο μεγάλα αγάλματα του αυτοκρατορικού ζεύγους τα οποία ήταν στημένα πάνω στις δύο βραχονησίδες στην είσοδο του όρμου. Διασώζεται μοναχά το ένα από τα δύο που παριστάνει καθιστό αυτοκράτορα της εποχής των Αντωνίνων (1ος – 2ος αι μ.Χ.) τα οποία είχαν τη λειτουργία φάρου για τα πλοία. Ο Στράβων (64π.Χ.-24 μ.Χ.) ο οποίος είναι σύγχρονος τους Οκταβιανού Αύγουστου την εποχή που εκείνος θα εγκαθιδρύσει την αυτοκρατορία, αναφέρει τους παράλιους δήμους της Αττικής, ενώ θεωρεί περιττό να αναφερθεί σε εκείνους του εσωτερικού για τους οποίους αναφέρει ότι είναι μακρύς ο κατάλογος τους: «μακρόν ειπείν δια το πλήθος». Ενώ λίγο αργότερα, ο σύγχρονος της δυναστείας των Αντωνίνων Παυσανίας, (110-180 μ.Χ.) απαριθμεί τα ιερά τα οποία είναι ζήτημα αν υπήρχαν ή αν αποτελούσαν απλώς φιλολογικές μαρτυρίες της ύπαρξης τους. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι το ιερό της Βραυρώνας του οποίου η εγκατάλειψη θα το είχε καταδικάσει ήδη να έχει καταχωθεί από τη λάσπη του Ερασίνου. Άλλωστε το τιμητικό ανάγλυφο που θα στήσει ο Ηρώδης ο Αττικός προς τιμή του νεκρού φίλου του Πολυδευκίωνα στο χώρο του ιερού, αποτελεί την ανάμνηση μιας παράδοσης η οποία πλέον τείνει να ξεχαστεί από τον ντόπιο πληθυσμό. Αντιθέτως οι παράλιοι οικισμοί θα γνωρίσουν μια νέα αστική άνθιση αφού το θαλάσσιο εμπόριο θα γνωρίσει μεγάλη ανάπτυξη κατά τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους (Σταϊνχάουερ 2001ε, 143-145).
Η Ύστερη Αρχαιότητα.(Εικ.20-24)
Η έξοδος προς τον Ευβοϊκό κόλπο αλλά και η διασύνδεση μέσω διαβάσεων ανάμεσα από τα χαμηλά βουνά, επέτρεψε σε περιοχές όπως το Πόρτο Ράφτη να αναπτυχθούν οικιστικά αλλά και οικονομικά κατά τους αιώνες της ύστερης αρχαιότητας, εξαιτίας του σημαντικού ρόλου τους στις επικοινωνίες και το εμπόριο. Στη πεδιάδα των Μεσογείων, γενικότερα, δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες για την εγκατάσταση και ανάπτυξη αγροτικών πληθυσμών. Οι πολυάριθμοι δήμοι και οι κοινότητες της αρχαίας Μεσογαίας από τον 4ομ.Χ. αι, όταν υπήρξε μια γενικότερη ειρήνευση στην αυτοκρατορία και μετά τη μεταστάθμευση της πρωτεύσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη (Κωνσταντινούπολη) θα γνωρίσουν μια νέα άνθιση, παράλληλα με την επικράτηση του χριστιανισμού και την σταδιακή εγκατάλειψη της αρχαίας θρησκείας και τον ιερών της. Όσο η αίγλη των αρχαίων ιερών φθίνει, τόσο αναπτύσσονται σε ένα πυκνό δίκτυο οι χριστιανικές βασιλικές, οι οποίες κατά κανόνα ιδρύονται πολύ κοντά ή αργότερα μέσα στο οικιστικό περιβάλλον (Σταϊνχάουερ 2001ε, 144.Τσοφοπούλου 2001, 149).
Η διάδοση του χριστιανισμού στα Μεσόγεια, εξαρτάται άμεσα από τη πόλη της Αθήνας, η οποία είχε δεχθεί τον χριστιανισμό ήδη από τον 3ο αιώνα, ενώ στο Μαραθώνα – ήδη από το πρώτο μισό του 4ου αιώνα – υπάρχει οργανωμένη επισκοπή ο εκπρόσωπος της οποίας συμμετέχει στην Σύνοδο του 342/3 στη Σαρδική (σημερινή Σόφια). Επομένως, μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα Μεσόγεια είναι οργανωμένα σε μικρούς χριστιανικούς πυρήνες και όλοι αυτοί θα πρέπει να ανήκαν σε μια κεντρική επισκοπή, μαζί με τη πόλη της Αθήνας, στην μητρόπολη Αχαΐας με έδρα την Κόρινθο. Ως ανώτατη αρχή, αναγνωριζόταν η έδρα της Ρώμης, ένα σχήμα το οποίο θα πρέπει να διατηρήθηκε τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 8Ου αιώνα πριν τη μεγάλη κρίση της εικονομαχίας. Αντιθέτως ο υπόλοιπος ελλαδικός χώρος υπάγονταν στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης (Τσοφοπούλου 2001,151).
Επομένως με την διάδοση της νέας θρησκεία στην ύπαιθρο της Αττικής και στη Μεσογαία, θα αναπτυχθούν αυτάρκεις γεωργικές κοινότητες, στα χνάρια των αρχαίων κοινοτήτων, οπότε ήδη από τον 4ο αιώνα αλλά πιο δυναμικά μέσα στον 5ο, θα αναπτυχθεί ένα πυκνό δίκτυο χριστιανικών ναών – αρχικά εκτός των οικισμών - ο αριθμός των οποίων έρχεται σε αντίφαση με τον μικρό αριθμό οικιστικών ερειπίων που έχουν εντοπιστεί μέχρι τώρα. Εντούτοις τα ευρήματα των τελευταίων ετών – κυρίως της κεραμικής – μαρτυρεί εύρωστες κοινότητες. Έτσι στην ευρύτερη περιοχή της Παιανίας του Μαρκοπούλου, των Καλυβίων, του Κουβαρά, των Σπάτων έχουν εντοπιστεί τα ερείπια έξι τουλάχιστον βασιλικών και τα λείψανα τουλάχιστον άλλων πέντε. Παράλληλα δε, έχουν εντοπιστεί οργανωμένα νεκροταφεία, ο αριθμός των οποίων είναι διαμετρικά αντίθετος με τα πενιχρά οικιστικά κατάλοιπα (Τσοφοπούλου 2001, 151, Τσοφοπούλου – Γιαγκάκη 2010).
Ειδικότερα στη περιοχή του Δήμου Μαρκοπούλου από τα σημαντικότερα μνημεία των πρώιμων χριστιανικών αιώνων είναι η Βασιλική της Βραυρώνας, σε οπτική επαφή με το αρχαίο ιερό της Αρτέμιδος, τοποθετημένο σε ένα φυσικό χαμηλό άνδηρο προστατευμένη από τις υπερχειλίσεις του Ερασίνου. Χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα (450+)ενώ αρχιτεκτονικά ακολουθεί το πρότυπο των βασιλικών της Κορίνθου: τρίκλιτη, ξυλόστεγη, με αψίδα, διπλό νάρθηκα, βαπτιστήριο και βοηθητικά προσκτίσματα. Ένα εντυπωσιακό οικοδόμημα το οποίο συνεχίζει μια αρχιτεκτονική παράδοση εντυπωσιακών κτιρίων από την αρχαιότητα (Τσοφοπούλου 2001, 152).
Ανατολικότερα της βασιλικής και μέσα στον σύγχρονο οικισμό του Πόρτο Ράφτη, στη θέση Δρίβλια, έχει εντοπιστεί τρίκλιτη κοιμητηριακή βασιλική η οποία έχει δεχθεί επεμβάσεις σε διάφορες ιστορικές περιόδους. Σε άμεση επαφή με την βασιλική υπήρχε το κοιμητήριο – σε χρήση τουλάχιστον από τον 4ο μέχρι τον 6ο αιώνα - στο οποίο εντοπίστηκαν μεγάλος αριθμός τάφων και ταφών που αποδεικνύει μια εύρωστη πληθυσμιακά και οικονομικά κοινότητα, στα ίχνη του αρχαίου δήμου Στειρίων, όπως μαρτυρούν και τα κινητά ευρήματα μικροτεχνίας και κεραμικής(Σκαρμούτσου 1981, 122. Τσοφοπούλου 2001, 152, Τσοφοπούλου – Γιαγκάκη 2010).
Επίσης στο νότιο τμήμα του όρμου, στη περιοχή των Πρασιών όπου στο παρελθόν υπήρχε το αρχαίο ιερό του Απόλλωνα, έχουν εντοπιστεί τα ίχνη μια πρώιμης βασιλικής η οποία θα πρέπει να κτίστηκε επί των ερειπίων το αρχαίου ναού του Απόλλωνα(Τσοφοπούλου 2001, 152).
Η ανάπτυξη όμως της παραλίας δεν θα μπορούσε παρά να έρχεται σε συνάφεια με του οικισμούς του εσωτερικού. Στη θέση «Λιάδα» δυτικά της Μερέντας – πολύ κοντά στο ύψωμα της Δάγλας και νότια του Μαρκοπούλου - έχουν εντοπιστεί τα λείψανα βασιλικής, αφιερωμένη στον άγιο Αιμιλιανό η οποία διατηρήθηκε για πολλούς αιώνες και δέχτηκε μεγάλο αριθμό οικοδομικών επεμβάσεων. Η αρχική οικοδομική φάση θα πρέπει να ανήκει σε κοσμική εγκατάσταση και συγκεκριμένα σε λουτρικό κτίριο και ανάγεται στους ρωμαϊκούς αιώνες. Κατά την ύστερη αρχαιότητα και με τις αναγκαίες προσθήκες και μετατροπές ο ναός θα μεταμορφωθεί σε βασιλική η οποία θα διατηρηθεί μέχρι τους νεότερους χρόνους πριν καταρρεύσει σχεδόν ολοσχερώς.(Τσοφοπούλου 2001, 152).
Το τέλος της ύστερης αρχαιότητας σηματοδοτείται κυρίως από τις αναταραχές που θα επιφέρουν οι κάθοδοι των Σλάβων στη νότιο Βαλκανική και η έξοδος των Αράβων στη Μεσόγειο (7ος – 8ος αι). Οι συνεχείς επεμβάσεις θα επιφέρουν συρρίκνωση των πόλεων, ερημοποίησητης υπαίθρου καθώς και αλλαγή των οικιστικών πυρήνων σε πιο οχυρές θέσεις με την σταδιακή εγκατάλειψη των παράλιων οικισμών. Η κατάσταση αυτή μαρτυρείται πολύ έντονα την παρακμή που θα γνωρίσουν σταδιακά οι βασιλικές με την ταυτόχρονη παρακμή των άλλοτε εύρωστων οικισμών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν ο παράλιος οικισμός στα «Δρίβλια», που τα ανασκαφικά δεδομένα αυτής της περιόδου είναι πενιχρά, ενώ αντιθέτως στην πιο ασφαλή περιοχή της «Δάγλας» έχουν εντοπιστεί οικιστικά κατάλοιπα της περιόδου αυτής και συγκεκριμένα στη θέση του υστεροβυζαντινού ναού της Παναγιάς της Μερέντας (Τσοφοπούλου 2001, 153).
Η Αττική, αν και απόμακρο μέρος της νοτίου Βαλκανικής και του θέματος της Ελλάδος – σύμφωνα με την διοικητική κατάτμηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας – δεν έπαψε να κατοικείται παρά τα πενιχρά ανασκαφικά δεδομένα, αλλά και την άποψη ότι η κάθοδος των Σλάβων επέφερε και τη ερήμωση της περιοχής. Οι αιώνες αυτοί – αν και χαρακτηρίζονται ως «σκοτεινοί» - αποτέλεσαν το μεταβατικό στάδιο πριν την φωτεινή μεσοβυζαντινή περίοδο και την ανάπτυξη που συνολικά θα γνωρίσει ο ελλαδικός χώρος. Η ένδεια των πληροφοριών, συνήθως οφείλεται στην ευτέλεια των οικοδομικών κατασκευών, τόσο σε κοσμικά όσο και σε λατρευτικά οικοδομήματα τα οποία, σε καμία περίπτωση, δεν θα μπορούσαν να αντέξουν την αμείλικτη δύναμη της εντροπίας. Εντούτοις, οι μελέτες της περιόδου αυτής, οφείλουν να ενταθούν προκειμένου να φωτιστεί περισσότερο η περίοδος αυτή που χαρακτηρίζεται από έναν «πρωτογονισμό» που δεν θυμίζει το κάλλος της αρχαιότητας ούτε την αυστηρή ομορφιά των πρώιμων χριστιανικών αιώνων.
Η Υστεροβυζαντινή περίοδος (13ος – 15ος αι)
Παρακάμπτοντας τους μέσους βυζαντινούς αιώνες, για τους οποίους δεν μπορούμε να μιλήσουμε για υφιστάμενα μνημεία στη περιοχή του δήμου Μαρκοπούλου η τελευταία περίοδος που μας έχει αφήσει ορατά τα ίχνη της στη περιοχή είναι οι υστεροβυζαντινοί αιώνες. Αν και καθ’ όλη την μεσοβυζαντινή περίοδο υπήρξε μια μεγάλη άνθηση συνολικά στην Αττική, εντούτοις στη περιοχή του Μαρκοπούλου Μεσογαίας δεν έχουν ακόμη εντοπιστεί σημαντικές ενδείξεις της περιόδου.
Οι υστεροβυζαντινοί αιώνες (13ος – 15ος αι) δηλαδή από τη περίοδο της λατινικής κατάκτησης της Αττικής μέχρι και το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μας έχουν αφήσει αρκετά στοιχεία τα οποία μας παραπέμπουν σε μια περίοδο που υπήρξε ιδιαιτέρως δύσκολη για την Αττική εξαιτίας της σκληρής διοίκησης από τους Λατίνους ηγεμόνες.
Η εποχή αυτή, σε αντίθεση με άλλες, μας είναι περισσότερο γνωστή εξαιτίας των γραπτών πηγών και ιδιαιτέρως των αρχείων που διατηρούσαν οι Ιταλοί νοτάριοι. Γνωρίζουμε επίσης, κυρίως από περιγραφές επισκεπτών, ότι προσέγγιζαν την Αττική δια θαλάσσης μέσω του λιμανιού του Πόρτο Ράφτη.
Αρκετά ενδιαφέροντα είναι τα λείψανα οχυρώσεων, αλλά και μια σειρά οχυρώσεων που χρονολογούνται στη περίοδο της Λατινικής κατάκτησης της Αττικής. Πρόκειται κυρίως για ένα σύστημα πύργων που εντάσσονται στο σύστημα του οδικού δικτύου και κατ’ επέκταση για τον έλεγχο των επικοινωνιών μέσω οδών και περασμάτων τα οποία είναι γνωστά ήδη από την αρχαιότητα. Η ανάγκη για την προστασία τους μαρτυρεί το αυξημένο ενδιαφέρον των Φράγκων για την Αττική αλλά και την πρόνοια για την προστασία από τη πειρατεία. Σήμερα οι περισσότεροι από τους πύργους έχουν καταστραφεί, όμως ορισμένα καλά παραδείγματα διατηρούνται σε αρκετά – ακόμη – καλή κατάσταση στη περιοχή του δήμου Μαρκοπούλου: πρόκειται για τον πύργο της Βραυρώνας και τον πύργο στη θέση Δάγλα (ή Ντάγκλα)(Τσοφοπούλου 2001, 183-184).
Αντίθετα με τους λιγοστούς πύργους, έχει διατηρηθεί ένας αρκετά μεγάλος αριθμός εκκλησιών, οι οποίες μας παρέχουν πολύτιμες μαρτυρίες για την έντονη οικοδομική δραστηριότητα στην ανέγερση εκκλησιών. Υπήρχε δηλαδή μια εμμονή για την επιβεβαίωση του θρησκευτικού συναισθήματος, σε μια περίοδο όπου ο χριστιανισμός βίωνε τον διχασμό μεταξύ ορθοδόξων και καθολικών, ενώ η κατάκτηση της Αττικής σήμαινε και τη απομάκρυνση του ορθόδοξου επισκόπου και την αντικατάσταση του από καθολικό. Οι ναοί, κατά κανόνα, μικρών διαστάσεων είναι συνήθως αφιερώματα ντόπιων μικρών γαιοκτημόνων ή του τοπικού χαμηλόβαθμου κλήρου και ακολουθούν τα αρχιτεκτονικά πρότυπα της μεσοβυζαντινής περιόδου. Σύνηθες φαινόμενο είναι και η ανακατασκευή, επισκευή ή επέκταση μεσοβυζαντινών ναών. Σε πλείστες περιπτώσεις έχουν εντοπιστεί μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη τα οποία βρίσκονται διάσπαρτα από αρχαιότερα οικοδομήματα.
Το Μαρκόπουλο αποτελεί μια περιοχή που διασώζεται μέρος της θρησκευτικής και καλλιτεχνικής παράδοσης της υστεροβυζαντινής περιόδου σε έναν σημαντικό αριθμό μνημείων που διατηρούνται ακέραια μέχρι και σήμερα. Εκτός όμως από τη διατήρηση της πολιτισμικής παράδοσης μας πληροφορούν για τη διαχρονία – τη συνέχιση της ανθρώπινης παρουσίας – στα ίδια μέρη στα οποία έδρασαν ανθρώπινες κοινότητες ήδη από την προϊστορία.
Παναγία στη Μερέντα:
Ο ναός της «Παναγιάς στη Μεράντα» αποτελεί ένα ιδιαίτερα διδακτικό ναό, γιατί μέσα σε ελάχιστα τετραγωνικά μέτρα επιβιώνουν αιώνες βιωμένης ιστορίας του τόπου και των ανθρώπων του. Βρίσκεται στο χώρο όπου κατά τους πρώιμους ιστορικούς και κλασικούς χρόνους οργανώθηκε ο Δήμος Μυρρινούντος. Πρόκειται για μονόχωρο, θολοσκέπαστο ναό ο οποίος κτίζεται στα ερείπια τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής, ενώ στην τοιχοποιία της έχουν εγκιβωτιστεί πλήθος μαρμάρινων μελών από μνημειώδη οικοδομήματα της αρχαιότητας. Το σημαντικότερο, παράδειγμα είναι η πλίνθος του επιτύμβιου αρχαϊκού αγάλματος της κόρης Φρασίκλειας που φέρει επιγραφή αποδεικνύοντας την ταυτότητα του αγάλματος, και ήταν αφιέρωμα στο ναό της Αρτέμιδος Κολαινίδος. Το εσωτερικό του ναού είναι ιστορημένο στο σύνολό του ενώ έχουν εντοπιστεί τρία στρώματα τοιχογραφιών. Το μεσαίο στρώμα χρονολογείται στη τέταρτη δεκαετία του 13ο αιώνα και σώζεται κυρίως στη καμάρα του ναού (Τσοφοπούλου 2001, 184).
Ταξιάρχης, Δάγλα (ή Ντάγκλα):
Ο ναός του Ταξιάρχη στη θέση Δάγλα του δήμου Μαρκοπούλου εντάσσεται στον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο της Μερέντας, λίγο δυτικότερα από τον σύγχρονό του «Πύργο της Δάγλας». Τυπολογικά ο ναός είναι δομημένος κατά τον τύπο του ελεύθερου σταυρού με προσκτίσματα ενώ η αρχική τοιχοποιία του δεν είναι πλέον ορατή κάτω από τα αλλεπάλληλα ασβεστώματα. Εσωτερικά σώζονται τοιχογραφίες από την αρχική ιστόρηση του ναού, η οποία είναι του 13ου αιώνα και διατηρούνται κυρίως στο ιερό και στο τρούλο του ναού. Οι τοιχογραφίες έχουν αποδοθεί σε δύο ομάδες καλλιτεχνών και ανήκουν στη τεχνοτροπία που ονομάζεται «επαρχιακή» και χαρακτηρίζεται από απλότητα στην απόδοση των χαρακτηριστικών του προσώπου, αλλά φορτισμένη με ψυχική ένταση.
Παναγία στο Βαραμπά:
Βόρεια της σύγχρονης κωμόπολης Μαρκοπούλου, στη θέση «Βαραμπά» - τοπωνύμιο που σχετίζεται με τους Φράγκους κατακτητές της Αττικής μετά το 1204 και όχι με τους Αρβανίτες οικιστές των νεότερων χρόνων – νοτιοδυτικά του αεροδρομίου βρίσκεται ο μικρών διαστάσεων ναός, κατά τν τύπο του ελεύθερου σταυρού αφιερωμένος στη Παναγία. Η χρονολόγηση του ναού ερίζει μεταξύ των ερευνητών οι οποίοι τον τοποθετούν στον 13ο αιώνα ή και στα μέσα του 12ου αιώνα. Η τοιχοποιία του ναού παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, δεδομένου ότι τα χαμηλότερα μέρη του ναού ήταν κατασκευασμένα με spolia, στα ανώτερα μέρη από μεγάλους πωρόλιθους, ενώ στα ανώτερα μέρη στη περιοχή των κεραιών του σταυρού έχουν διαμορφωθεί με τέλειο περίκλειστο σύστημα. Πρόκειται για μια διακοσμητική τεχνοτροπία της βυζαντινής αρχιτεκτονικής που συνδυάζει πέτρα και πλίνθο με καλλιτεχνική διάθεση δημιουργώντας την αίσθηση ελαφρότητα των μνημείων προσθέτοντάς τους παράλληλα και μια προσιτή πολυτέλεια σε μια περίοδο που δεν περισσεύει οικονομική άνεση για ακριβές διακοσμήσεις. Δυστυχώς και εδώ η τοιχοποιία δεν είναι ορατή εξαιτίας του ασβέστη που καλύπτει τις εξωτερικές επιφάνειες του ναού.
Σπαράγματα τοιχογραφιών διακρίνονται στο τύμπανο του τρούλου, μάλλον μορφές προφητών που αποδίδονται με πολυτελή ενδύματα, κεντημένα με κρινάνθεμα, ρόδακες και ένσταυρους κύκλους, στοιχεία που χαρακτηρίζουν μεν τη ζωγραφική του 12ου – 13ου αιώνα, όμως δεν είναι δυνατό να ταυτιστούν τα πρόσωπα. Επίσης, στο δυτικό τόξο, αποδίδεται η Σταύρωση η απόδοση της οποίας θυμίζει το ναό στο Δαφνί. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, είναι η απόδοση της μορφής του Ιωάννη ο οποίος απεικονίζεται ως μάρτυρας του ιστορικού γεγονότος του θείου πάθους: κρατάει κλειστό ευαγγέλιο στο αριστερό χέρι και κοιτάει απευθείας τον θεατή. Η απόδοση της σταύρωσης κατά αυτόν τον τρόπο χρονολογείται στα χρόνια πριν την άλωση.
Το τελευταίο μνημείο το οποίο θα εξετάσουμε είναι ο ναός γνωστός στους ντόπιους ως αγία Κυριακή (άγιος Ήλιος) στη βόρεια πλευρά του όρμου του Πόρτο Ράφτη, πολύ κοντά στον άγιο Σπυρίδωνα και σε άμεση επαφή με τον παλαιοχριστιανικό ερειπιώνα της θέσης «Δρίβλιας». Εντούτοις, ο ναός είναι οικοδομημένος σε οχυρή θέση – πάνω σε ύψωμα – και αθέατος από τη θάλασσα, γεγονός που ερμηνεύεται ως ανάγκη προστασίας εξαιτίας της αστάθειας που κυριαρχούσε κατά την αυγή των υστεροβυζαντινών αιώνων (13ος -15ος αι).Ο ναός χρονολογείται στον 12ο αιώνα και είναι οικοδομημένος κατά τον τύπο του δικιόνιου σταυροειδούς εγγεγραμμένου. Κατά τους μελετητές του μνημείου, η ονομασία «άγιος Ήλιος» θα πρέπει να προέρχεται από την παραφθορά του αρβανίτικου San Diele ενώ η περιοχή είναι γνωστή και ως μοναστήρι.
Επίλογος:
Όπως αναφέρθηκε και στην εισαγωγή, η αφορμή για τη σύνταξη αυτής της εργασίας, στη βάση επιστημονικών αρχαιολογικών μελετών, είναι ο προβληματισμός για την ένταξη της χερσονήσου της Πούντας στον μελλοντικό σχεδιασμό της κωμόπολης του Πόρτο Ράφτη ως η μια από τις δύο κύριες οικιστικές ενότητες του δήμου Μαρκοπούλου. Αρχικά, ο στόχος ήταν να αποδειχθεί ότι ο χώρος της Πούντας αποτελεί μια αποδεδειγμένη αρχαιολογική θέση στην οποία οποιαδήποτε επέμβαση θα πρέπει να είναι τουλάχιστον σύννομη με την ισχύουσα νομοθεσία. Παράλληλα, όμως, καθώς αποτελεί μέρος μιας ιστορικής συνέχειας ενός τόπου που η ανθρώπινη παρουσία δεν σταμάτησε να υπάρχει και να δραστηριοποιείται από τις απαρχές των οργανωμένων προϊστορικών κοινοτήτων μέχρι και σήμερα, γίνεται επιτακτικότερη η ανάγκη, η όποια «εκμετάλλευση» να μην αλλοιώνει το περιβάλλον, αλλά και την ιστορική σημασία του τόπου που για αιώνες υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της Αττικής γης.
Αντίθετα με το παρελθόν, κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα, το Πόρτο Ράφτη και δευτερεύοντος το Μαρκόπουλο, γνώρισαν μια υπερβολική δόμηση η οποία αλλοίωσε σε μεγάλο βαθμό τη μοναδικότητα αλλά και τη ποικιλότητα του περιβάλλοντος της Ανατολικής Αττικής. Το Πόρτο Ράφτη από λιμάνι μετετράπη σε παραθεριστική λουτρόπολη με άναρχη δόμηση και αδιαφορία για το φυσικό περιβάλλον, με μοναδικό γνώμονα την οικονομική εκμετάλλευση από την οικοπεδοποίηση. Παράλληλα, η κατασκευαστική υπερδραστηριότητα «έπνιξε» την ιστορική διαδρομή του Μαρκοπούλου και του Πόρτο Ράφτη τα οποία – όχι τυχαία – ακολούθησαν παράλληλες ιστορικές διαδρομές. Σήμερα, είναι ιδιαιτέρως δύσκολο να αναγνωρισθούν οι καταβολές και οι διαδρομές που ακολούθησε ο άνθρωπος στα βάθη των αιώνων ζώντας και δημιουργώντας σε αυτό τον τόπο. Αφενός οι αρχαιολογικές έρευνες και μελέτες δεν έχουν προχωρήσεις σε βάθος, όπως θα απαιτούσε η μοναδικότητα του χώρου που εκτός από την οικιστική ιστορικότητα του, αποτέλεσε για τις κοινότητες της Αττικής ένα από τα σημαντικότερα επίνοια μέχρι και τους σύγχρονους χρόνους. Αφετέρου δε, τα υπάρχοντα αρχαιολογικά τεκμήρια, τα οποία έχουν έρθει στο φως, ασφυκτιούν από την εγκατάλειψη και την αδιαφορία που έχουν δεχτεί από τις σύγχρονες τοπικές κοινότητες.
Σχετικά με τη Πούντα, πλέον μπορούμε να αντιληφθούμε ότι, αποτελεί ναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας του τόπου με τη σημασία της απλώς να μη έχει προβληθεί. Πέρα όμως από την ιστορική αξία που απορρέει από τα υφιστάμενα μνημεία ή τα κινητά ευρήματα, υπάρχει και η αξία των γεγονότων που διαδραματίστηκαν σε μια περιοχή ή ως αναφορές σεμια άλλη περίοδο ζωής ενός διαφορετικού πολιτισμού. Τόσο η Κορώνη όσο και Πούντα αποτελούν τους τελευταίους φυσικούς μάρτυρες στο κόλπο του Πόρτο-Ράφτη μιας περιοχής που σε μεγάλο βαθμό έχει διαταραχθεί η σχέση του ανθρώπου με το φυσικό χώρο κι ως τέτοια θα πρέπει να διαφυλαχτούν, παράλληλα με την αξιοποίηση τους ως χώρους πληροφορίας μιας φορτισμένης από τη ιστορία περιοχής.
Η σημερινή αντίληψη για τη διαχείριση του πολιτισμικού αποθέματος διαθέτει τρόπους και μεθόδους μιας, καταρχήν, διατήρησης και κατά δεύτερον μιας αειφόρου ανάπτυξης. Παρωχημένοι τρόποι «εγκλεισμού» των αρχαίων ερειπιώνων μέσα σε φράκτες, δήθεν προστατευμένοι από την ανθρώπινη παρουσία, τείνουν πλέον να εγκαταλειφθούν. Το ιστορικό παρελθόν κάθε τόπου θα πρέπει να γίνεται βιωματικό: να εντάσσεται στα όρια του άστεως ως αναπόσπαστο τμήμα του βιωμένου τοπίου της κοινότητας, διατρανώνοντας την ιστορικότητά του. Επομένως μια ολοκληρωμένη πρόταση για τον οικιστικό σχεδιασμό κάθε κοινότητας θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει και τα ιστορικά της μνημεία – είτε αστικά είτε περιαστικά - τα οποία θα συνδέονται και μεταξύ τους μέσω νοητών αλλά και πραγματικών ιστορικών διαδρομών οι οποίες θα είναι διαθέσιμες και προσβάσιμες τόσο στον επισκέπτη όσο και στον μόνιμο κάτοικο, με τη χρήση συμβατικών μέσων και την εφαρμογή των δυνατοτήτων που δίνει η υψηλή τεχνολογία, όσο ακόμη τα μνημεία αυτά υπάρχουν και μπορούν να αποδεικνύουν την ιστορική συνέχεια του τόπου που ανήκουν. Πλέον δεν αρκεί η ίδρυση μουσείων αλλά αξιοποιείται οτιδήποτε προσφέρεται από τη σημερινή τεχνολογία: από ένα απλό σχέδιο με μολύβι σε χαρτί μέχρι ηλεκτρονικές εφαρμογές περιήγησης, τρισδιάστατες αποκαταστάσεις και πληροφορίες σε φορητές συσκευές, χωρίς καμία οικοδομική επέμβαση στο χώρο παράλληλα με κατάλληλα διαμορφωμένους περιπάτους εντός του αστικού και περιαστικού τοπίου ή εντός χώρων μνήμης με ή χωρίς υφιστάμενους ερειπιώνες, μακριά από τη χιλιοφορεμένη και κορεσμένη «ανάπτυξη του τσιμέντου».
Αναστάσιος Λαμπράκης
Πόρτο Ράφτη 2017